- τετραρχίας
- τετραρχίᾱς , τετραρχίαtetrarchyfem acc plτετραρχίᾱς , τετραρχίαtetrarchyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Λικίνιος — (Valerius Licinianus Licinius, ; – 325 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (307 324). Στέφθηκε αυτοκράτορας κατά την τελευταία περίοδο της τετραρχίας. Μετά τον θάνατο του Γαλέριου και την ήττα των συναυτοκρατόρων Μαξέντιου (από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
τετράρχης — ο, ΝΜΑ 1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών 2. (στη Ρώμη) α) διοικητής τού ενός τετάρτου μιας επαρχίας β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές… … Dictionary of Greek
Άβιλα — I (Avila).Πόλη (49.700 κάτ. το 2001) της κεντρικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (8.048 τ. χλμ., 163.885 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Παλιάς Καστίλης, στη δεξιά όχθη του ποταμού Αντάχα. Γνωστή μόνο από την εποχή του… … Dictionary of Greek
Αμφαναί — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στη θέση Σωρός, ανάμεσα στο ακρωτήριο Πύρρα (σημερινό Αγκίστρι) και τις Παγασές. Οικιστής της υπήρξε o μυθικός βασιλιάς Κύκνος. Την πόλη, μέλος της αρχαίας τετραρχίας Πελασγιώτιδας, ανέσκαψε το 1909 ο αρχαιολόγος Α.Σ.… … Dictionary of Greek
Διοκλητιανός — (Σάλωνα Δαλματίας 243 – 313 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (284 305). Καταγόταν από την Ιλλυρία. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό στη Νικομήδεια, όπου αργότερα έχτισε ανάκτορα και μετέφερε την έδρα του, καθώς θεώρησε πιο πρόσφορο για την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Ηρώδης — Όνομα Βασιλιάδων των Ιουδαίων. 1. Η. Α’ ο Μέγας (περ. 73 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιουδαίας. (37 π.Χ. – 4 μ.Χ.) Ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου, ο οποίος έπεισε τη ρωμαϊκή σύγκλητο … Dictionary of Greek